Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
replaceable
01
αντικαταστάσιμος, αντικαθιστάμενος
capable of being exchanged or substituted
Παραδείγματα
The lightbulbs in the fixture are easily replaceable when they burn out.
Οι λάμπες στη συσκευή είναι εύκολα αντικαταστάσιμες όταν καούν.
The outdated equipment in the office is replaceable with newer models.
Ο παρωχημένος εξοπλισμός στο γραφείο είναι αντικαταστάσιμος με νεότερα μοντέλα.
Λεξικό Δέντρο
irreplaceable
replaceability
unreplaceable
replaceable
placeable
place



























