Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to repine
01
παραπονιέμαι, μετανιώνω
to either feel or display dissatisfaction
Παραδείγματα
She repined over the missed opportunity for weeks.
Εκείνη παραπονιόταν για εβδομάδες για τη χαμένη ευκαιρία.
He has been repining since he learned about the job rejection.
Αυτός παραπονιέται από τότε που έμαθε για την απόρριψη της δουλειάς.



























