Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
repeatedly
01
επανειλημμένα, πολλές φορές
in a manner that occurs multiple times
Παραδείγματα
She asked the question repeatedly.
Έκανε την ερώτηση επανειλημμένα.
He checked the document repeatedly for errors.
Ελέγχει το έγγραφο επανειλημμένα για λάθη.
Λεξικό Δέντρο
repeatedly
repeated
repeat



























