Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to rely
01
βασίζομαι σε, εξαρτώμαι από
to fully depend on someone or something
Παραδείγματα
Many people rely on their smartphones for everyday tasks.
Πολλοί άνθρωποι βασίζονται στα smartphones τους για καθημερινές εργασίες.
He can always rely on his friends for support during tough times.
Μπορεί πάντα να βασίζεται στους φίλους του για στήριξη σε δύσκολες στιγμές.
Λεξικό Δέντρο
reliance
reliant
rely



























