Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to reheat
01
ξαναζεσταίνω, θερμαίνω ξανά
to warm previously cooked food
Transitive: to reheat food
Παραδείγματα
She reheated yesterday's leftovers for lunch.
Αυτή ξαναζέστανε τα χθεσινά απομεινάρια για το μεσημεριανό.
He reheated the pizza slices in the microwave.
Ξαναζέστανε τις φέτες πίτσας στο μικροκύμα.
Λεξικό Δέντρο
reheat
heat



























