Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recusancy
01
ανυπακοή, επίμονη άρνηση
obstinate refusal to submit to established authority or to comply with a regulation
Λεξικό Δέντρο
recusancy
recuse
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανυπακοή, επίμονη άρνηση
Λεξικό Δέντρο