Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Reckoning
01
υπολογισμός, καταμέτρηση
the action of calculating, counting, or estimating something
Παραδείγματα
The final reckoning of the votes took several hours.
Η τελική καταμέτρηση των ψήφων διήρκεσε αρκετές ώρες.
By her reckoning, they should arrive at their destination by noon.
Σύμφωνα με τον υπολογισμό της, θα έπρεπε να φτάσουν στον προορισμό τους μέχρι το μεσημέρι.
02
υπολογισμός, αξιολόγηση
problem solving that involves numbers or quantities
03
λογαριασμός, τιμολόγιο
a bill for an amount due
Λεξικό Δέντρο
misreckoning
overreckoning
underreckoning
reckoning
reckon



























