Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Receptionist
01
ρεσεψιονίστ, υπάλληλος υποδοχής
a person who greets and deals with people arriving at or calling a hotel, office building, doctor's office, etc.
Παραδείγματα
I left a message with the receptionist.
Άφησα ένα μήνυμα με τον ρεσεψιονίστ.
The kind receptionist at the car dealership greeted me and offered me coffee.
Ο ευγενικός ρεσεψιονίστ στο συνεργείο αυτοκινήτων με χαιρέτησε και μου προσέφερε καφέ.
Λεξικό Δέντρο
receptionist
reception
recept



























