Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Receipts
01
έσοδα, ακαθάριστα κέρδη
the entire amount of income before any deductions are made
02
αποδείξεις, στιγμιότυπα οθόνης
proof or evidence, often screenshots or messages, used to back up claims or accusations
Παραδείγματα
She showed the receipts when denying the rumors.
Επέδειξε τα αποδεικτικά στοιχεία όταν αρνήθηκε τις φήμες.
They shared receipts to back up their claims online.
Μοιράστηκαν αποδείξεις για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους στο διαδίκτυο.



























