Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
receding
01
οπισθοχωρών, που υποχωρεί
(of a hairline) moving backward, typically at the forehead, indicating hair loss or thinning in that area
Παραδείγματα
He was self-conscious about his receding hairline.
Ήταν συνειδητός για τη υποχωρούσα γραμμή των μαλλιών του.
His receding hairline made him look older than he actually was.
Η υποχωρούσα γραμμή των μαλλιών του τον έκανε να φαίνεται μεγαλύτερος από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.
Receding
01
απομάκρυνση, υποχώρηση
the act of becoming more distant
02
αργή εξαφάνιση, οπισθοχώρηση
a slow or gradual disappearance
Λεξικό Δέντρο
receding
recede
cede



























