Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Readership
01
αναγνωστικό κοινό, αριθμός αναγνωστών
the number of people who read a particular magazine, newspaper, or book on a regular basis
Παραδείγματα
The magazine 's readership has grown steadily over the past year, thanks to engaging content and targeted marketing efforts.
Ο αναγνωστικός κύκλος του περιοδικού έχει αυξηθεί σταθερά το τελευταίο έτος, χάρη σε ελκυστικό περιεχόμενο και στοχευμένες προσπάθειες μάρκετινγκ.
The newspaper conducted a survey to better understand its readership demographics and preferences.
Η εφημερίδα διεξήγαγε μια έρευνα για να κατανοήσει καλύτερα τα δημογραφικά στοιχεία και τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού της.
Λεξικό Δέντρο
readership
reader
read



























