Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
read-only
01
μόνο για ανάγνωση, προσβάσιμο μόνο για ανάγνωση
characterized by a mode in which data or a file is accessible for viewing but cannot be modified or altered
Παραδείγματα
He could only access the database in read-only mode.
Μπορούσε να έχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων μόνο σε λειτουργία μόνο για ανάγνωση.
The software provided a read-only view of the report.
Το λογισμικό παρείχε μια μόνο για ανάγνωση προβολή της αναφοράς.
Read-only
01
μόνο για ανάγνωση, σε λειτουργία μόνο για ανάγνωση
(computer science) a file that you can read but cannot change



























