Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
randomly
01
τυχαία, στην τύχη
by chance and without a specific pattern, order, or purpose
Παραδείγματα
The cards were shuffled randomly before the game.
Οι κάρτες ανακατέφτηκαν τυχαία πριν από το παιχνίδι.
The computer generated a password randomly.
Ο υπολογιστής δημιούργησε έναν κωδικό τυχαία.
Λεξικό Δέντρο
randomly
random



























