quickly
quick
ˈkwɪk
κουικ
ly
li
λι
British pronunciation
/ˈkwɪkli/

Ορισμός και σημασία του "quickly"στα αγγλικά

01

γρήγορα, ταχέως

with a lot of speed
quickly definition and meaning
example
Παραδείγματα
She finished the race quickly, crossing the finish line first.
Τερμάτισε τον αγώνα γρήγορα, διασχίζοντας τη γραμμή τερματισμού πρώτη.
He typed quickly to meet the deadline.
Πληκτρολόγησε γρήγορα για να συμβαδίσει με την προθεσμία.
02

γρήγορα, ταχέως

with little or no delay
03

γρήγορα, βιαστικά

without taking pains
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store