Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Quicksand
01
κινούμενη άμμος, κινούμενη άμμος
a pit filled with loose wet sand into which objects are sucked down
02
κινητή άμμος, παγίδα
a hazardous or difficult situation that is very hard to get out of
Παραδείγματα
The political scandal became quicksand, entangling everyone involved.
Το πολιτικό σκάνδαλο έγινε κινητή άμμος, εμπλέκοντας όλους τους εμπλεκόμενους.
The economic downturn was quicksand for the struggling small business.
Η οικονομική ύφεση ήταν κινητή άμμος για τη μικρή επιχείρηση που αγωνιζόταν.
Λεξικό Δέντρο
quicksand
quick
sand



























