Purposelessly
volume
British pronunciation/pˈɜːpəsləslɪ/
American pronunciation/pˈɜːpəsləsli/

Ορισμός και Σημασία του "purposelessly"

purposelessly
01

without a clear purpose

word family

purpose

purpose

Noun

purposeless

Adjective

purposelessly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store