Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
purpose-made
01
κατασκευασμένος ειδικά, σχεδιασμένος ειδικά
crafted or designed specifically for a particular task or need
Παραδείγματα
The team used a purpose-made machine to handle the delicate materials.
Η ομάδα χρησιμοποίησε μια ειδικά κατασκευασμένη μηχανή για να χειριστεί τα ευαίσθητα υλικά.
The tailor crafted a purpose-made suit to fit his unique measurements.
Ο ράφτης δημιούργησε ένα ειδικά σχεδιασμένο κοστούμι για να ταιριάζει στις μοναδικές του διαστάσεις.



























