Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
punishing
01
τιμωρητικός, κατασταλτικός
resulting in punishment
02
επιπονος, κουραστικός
extremely demanding and exhausting, often involving a great deal of physical or mental strain
Παραδείγματα
The punishing workout left him sore for days.
Η κουραστική προπόνηση τον άφησε πονεμένο για μέρες.
The punishing hours of the job drained her energy.
Οι επιπονες ώρες της δουλειάς εξάντλησαν την ενέργειά της.
Λεξικό Δέντρο
punishingly
punishing
punish



























