Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
protected
01
προστατευμένος, ασφαλής
keeping something safe from harm, loss, or danger
Παραδείγματα
The encrypted files are protected from unauthorized access, ensuring the security of sensitive information.
Τα κρυπτογραφημένα αρχεία προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, διασφαλίζοντας την ασφάλεια των ευαίσθητων πληροφοριών.
Wearing sunscreen helps keep your skin protected from harmful UV rays, reducing the risk of sunburn and skin cancer.
Η χρήση αντηλιακού βοηθά στη προστασία του δέρματός σας από τις επιβλαβείς ακτίνες UV, μειώνοντας τον κίνδυνο ηλιακών εγκαυμάτων και καρκίνου του δέρματος.
02
προστατευμένος, προφυλαγμένος
guarded from injury or destruction
Λεξικό Δέντρο
unprotected
protected
protect



























