Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
promissory
01
υποσχετικός, σχετικός με μια υπόσχεση
relating to a promise or commitment to fulfill an obligation or debt at a specified time in the future
Παραδείγματα
He signed a promissory note, agreeing to repay the loan within six months.
Υπέγραψε μια υποσχετική επιστολή, συμφωνώντας να αποπληρώσει το δάνειο εντός έξι μηνών.
The company issued promissory bonds to raise capital for its expansion project.
Η εταιρεία εξέδωσε υποσχετικές ομολογίες για να συγκεντρώσει κεφάλαια για το έργο επέκτασής της.



























