Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
presently
01
επί του παρόντος, τώρα
at the moment or present time
Παραδείγματα
The manager is presently in a meeting and will be available later.
Ο διαχειριστής είναι προς το παρόν σε μια συνάντηση και θα είναι διαθέσιμος αργότερα.
Presently, there is a temporary road closure for construction.
Προς το παρόν, υπάρχει προσωρινή κλείσιμο του δρόμου για κατασκευή.
02
σύντομα, προς το παρόν
in a short amount of time from now
Παραδείγματα
The manager will join the meeting presently to discuss the project.
Ο διαχειριστής θα συμμετάσχει στη συνάντηση σύντομα για να συζητήσει το έργο.
We will begin presently, once everyone arrives.
Θα ξεκινήσουμε σύντομα, μόλις φτάσουν όλοι.
03
αμέσως, ακαριαία
at that very moment or immediately
Παραδείγματα
The captain gave the order, and the crew set sail presently.
Ο καπετάνιος έδωσε την εντολή και το πλήρωμα απέπλευσε αμέσως.
She knocked on the door, and it was presently opened by a servant.
Χτύπησε την πόρτα, και αυτή αμέσως άνοιξε από έναν υπηρέτη.
Λεξικό Δέντρο
presently
present



























