Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
praiseworthily
01
αξιέπαινα, με τρόπο αξιέπαινο
in a manner that deserves praise or approval
Παραδείγματα
The students praiseworthily took responsibility for organizing the charity event.
Οι μαθητές αξιέπαινα ανέλαβαν την ευθύνη της οργάνωσης της φιλανθρωπικής εκδήλωσης.
He praiseworthily declined the bribe, choosing honesty over gain.
Απέρριψε αξιέπαινα το δωροδόκιμο, επιλέγοντας την ειλικρίνεια αντί του κέρδους.
Λεξικό Δέντρο
praiseworthily
praiseworthy
praiseworth



























