Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Potter
01
αγγειοπλάστης, κεραμουργός
an artist who creates decorative and functional objects out of clay
to potter
01
κάνω δουλειές χωρίς σχέδιο, σπαταλώ χρόνο
do random, unplanned work or activities or spend time idly
02
περιφέρομαι άσκοπα, βόλτα
move around aimlessly
03
δουλεύω ελαφρά, εργάζομαι με ελαφρότητα
work lightly
Λεξικό Δέντρο
potter
pot



























