Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
potted
01
σε γλάστρα, καλλιεργημένο σε γλάστρα
of plants; planted or grown in a pot
02
συνοπτικός, συμπυκνωμένος
(of a literary work) abridged and put in a concise and clear form
Dialect
British
03
κονσερβαρισμένος, διατηρημένος
preserved and stored in glass or metal containers to maintain quality and flavor over time
Παραδείγματα
The potted jam from the local farm was a delightful addition to the breakfast table.
Η μαρμελάδα σε βάζο από το τοπικό αγρόκτημα ήταν μια απολαυστική προσθήκη στο τραπέζι του πρωινού.
She gifted me a potted sauce made from her grandmother's secret recipe.
Μου χάρισε μια βαλτοποιημένη σάλτσα που φτιάχτηκε από τη μυστική συνταγή της γιαγιάς της.
Λεξικό Δέντρο
unpotted
potted
pot



























