Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pottage
01
χορτοπίλαφο, παχύ σούπα
a thick soup or stew made by boiling vegetables, grains, and sometimes meat together
02
χορτοσούπα, παχύ σούπα
thick (often creamy) soup
Λεξικό Δέντρο
pottage
pot
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χορτοπίλαφο, παχύ σούπα
χορτοσούπα, παχύ σούπα
Λεξικό Δέντρο