Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
potently
01
ισχυρά, αποτελεσματικά
in a way that has a strong effect, influence, or power
Παραδείγματα
The medicine worked potently, relieving her pain within minutes.
Το φάρμακο δούλεψε ισχυρά, ανακουφίζοντας τον πόνο της μέσα σε λίγα λεπτά.
His words were potently persuasive, swaying the entire audience.
Τα λόγια του ήταν ισχυρά πειστικά, επηρεάζοντας όλο το κοινό.
Λεξικό Δέντρο
impotently
potently
potent
potence



























