potentate
po
ˈpoʊ
που
ten
tən
ταν
tate
ˌteɪt
τειτ
British pronunciation
/pˈə‍ʊtəntˌe‍ɪt/

Ορισμός και σημασία του "potentate"στα αγγλικά

01

αυτοκράτορας, κυρίαρχος

someone who rules over people and possesses absolute control and power
example
Παραδείγματα
The ancient empire was ruled by a potentate who had control over every aspect of daily life.
Η αρχαία αυτοκρατορία κυβερνήθηκε από έναν αυτοκράτορα που είχε τον έλεγχο πάνω σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής.
The potentate ’s decree was absolute, and no one dared to question his authority.
Το διάταγμα του αυτοκράτορα ήταν απόλυτο, και κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την εξουσία του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store