Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prepotently
01
με υπεροψία, με δεσποτισμό
in a manner that is greater in power, force, or influence
Παραδείγματα
The general spoke prepotently, silencing all opposition in the room.
Ο στρατηγός μίλησε αυθαδώς, σιωπώντας κάθε αντιπολίτευση στο δωμάτιο.
That nation acted prepotently in shaping the outcome of the negotiations.
Εκείνο το έθνος ενεργούσε αυταρχικά στο σχηματισμό του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων.



























