Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baddie
01
κακός, ανταγωνιστής
the principal bad character in a film or work of fiction
02
ένας χαρισματικός άνθρωπος, ένας μπάδας
a confident, attractive person who exudes style, self-assurance, and charisma
Παραδείγματα
That baddie walked into the room and instantly turned heads.
Αυτός ο baddie μπήκε στο δωμάτιο και αμέσως τράβηξε τα βλέμματα.
Everyone knew she was a baddie from her flawless outfit and makeup.
Όλοι ήξεραν ότι ήταν μια baddie από το άψογο ντύσιμο και μακιγιάζ της.



























