Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Poignancy
01
οξύτητα, βαθιά θλίψη
a state of deeply felt distress or sorrow
02
οδύνη, πικρό συναίσθημα
a state that provokes bitter emotions like pity, regret, or sadness
Παραδείγματα
The film 's poignancy left the audience in tears.
Η συγκίνηση της ταινίας άφησε το κοινό σε δάκρυα.
The letter ’s poignancy captured the essence of lost love.
Η οδύνη της επιστολής κατέγραψε την ουσία της χαμένης αγάπης.
Λεξικό Δέντρο
poignancy
poignance
poign



























