bacterial
bac
bæk
μπαικ
te
ˈtɪ
τι
rial
riəl
ριαλ
British pronunciation
/bæktˈi‍əɹɪə‍l/

Ορισμός και σημασία του "bacterial"στα αγγλικά

01

βακτηριακός, σχετικός με τα βακτήρια

related to bacteria, which are tiny organisms that can cause infections or serve beneficial roles in various environments
example
Παραδείγματα
Antibiotics are commonly used to treat bacterial infections.
Τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων.
Bacterial cultures are used in laboratories to study microbial growth and behavior.
Οι βακτηριακές καλλιέργειες χρησιμοποιούνται σε εργαστήρια για τη μελέτη της μικροβιακής ανάπτυξης και συμπεριφοράς.

Λεξικό Δέντρο

antibacterial
bacterially
bacterial
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store