Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pneumatic
01
πνευματικός, με χρήση συμπιεσμένου αέρα
relating to, containing, or using compressed air or gas
Λεξικό Δέντρο
pneumatic
pneumat
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πνευματικός, με χρήση συμπιεσμένου αέρα
Λεξικό Δέντρο