Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pneumonia
01
πνευμονία, πνευμονική λοίμωξη
the infection and inflammation of air sacs in one's lungs, usually caused by a bacterial infection that makes breathing difficult
Παραδείγματα
After recovering from pneumonia, he followed his doctor's advice to get plenty of rest and stay hydrated.
Μετά την ανάρρωση από πνευμονία, ακολούθησε τη συμβουλή του γιατρού του να ξεκουραστεί πολύ και να παραμείνει ενυδατωμένος.
The hospital admitted her for treatment after she developed severe pneumonia symptoms, including high fever and difficulty breathing.
Το νοσοκομείο την εισήγαγε για θεραπεία αφού ανέπτυξε σοβαρά συμπτώματα πνευμονίας, συμπεριλαμβανομένου υψηλού πυρετού και δυσκολίας στην αναπνοή.



























