Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Playacting
01
υποκριτική, θεατρική παράσταση
the performance of a part or role in a drama
Λεξικό Δέντρο
playacting
playact
play
act
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υποκριτική, θεατρική παράσταση
Λεξικό Δέντρο
play
act