Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
picayune
01
ασήμαντος, μικροπρεπής
considered to be of small importance or value
Παραδείγματα
He wasted time arguing over picayune details instead of focusing on the main issue.
Σπατάλησε χρόνο διαφωνώντας για ασήμαντες λεπτομέρειες αντί να επικεντρωθεί στο κύριο θέμα.
She dismissed the criticism as picayune complaints that did n't affect the overall success of the project.
Απέρριψε τις κριτικές ως μικροπρεπείς παραπόνους που δεν επηρέασαν την συνολική επιτυχία του έργου.



























