Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pica
01
καρακάξα, καρακάξες
magpies
02
πίκα (γραμμική μονάδα που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση, 1/6 ίντσα)
a linear unit (1/6 inch) used in printing
03
pica, μια διατροφική διαταραχή
an eating disorder, frequent in children, in which non-nutritional objects are eaten persistently



























