Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to babysit
01
φροντίζω παιδιά, κάνω μπέιμπι σίτερ
to take care of a child or children while their parents are away
Παραδείγματα
She agreed to babysit her neighbor ’s kids on Saturday night.
Συμφώνησε να κάνει μπεϊμπι σίτινγκ στα παιδιά του γείτονά της το Σάββατο βράδυ.
Can you babysit for us while we go out for dinner?
Μπορείς να φυλάξεις τα παιδιά για εμάς ενώ βγαίνουμε για δείπνο;
02
φροντίζω, επιτηρώ
take watchful responsibility for
Λεξικό Δέντρο
babysitter
babysitting
babysit
baby
sit



























