Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Philanthropy
01
φιλανθρωπία
the activity of helping people, particularly financially
Παραδείγματα
Her philanthropy funded new schools.
Η φιλανθρωπία της χρηματοδότησε νέα σχολεία.
Philanthropy can make a huge impact.
Η φιλανθρωπία μπορεί να έχει τεράστια επίδραση.



























