Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
philanthropic
01
φιλανθρωπικός, αλτρουιστικός
(of a person or organization) having a desire to promote the well-being of others, typically through charitable donations or actions
Παραδείγματα
The philanthropic billionaire donated millions of dollars to various charities and humanitarian organizations.
Ο φιλάνθρωπος δισεκατομμυριούχος δώρισε εκατομμύρια δολάρια σε διάφορες φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Her philanthropic efforts helped fund medical research and provide healthcare services to underserved communities.
Οι φιλανθρωπικές προσπάθειές της βοήθησαν στη χρηματοδότηση της ιατρικής έρευνας και στην παροχή υπηρεσιών υγείας σε υποβαθμισμένες κοινότητες.
Λεξικό Δέντρο
philanthropic
philanthrop



























