Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Philately
01
φιλοτελία, συλλογή γραμματοσήμων
the act of collecting and studying stamps
Παραδείγματα
His passion for philately led him to acquire rare stamps from all over the world.
Το πάθος του για τη φιλοτελία τον οδήγησε να αποκτήσει σπάνια γραμματόσημα από όλο τον κόσμο.
She spent hours in her spare time practicing philately, sorting her collection by country and era.
Πέρασε ώρες στον ελεύθερο χρόνο της ασκώντας τη φιλοτελία, ταξινομώντας τη συλλογή της ανά χώρα και εποχή.



























