Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
petulantly
01
πεισματικά, με παιδιάστικο τρόπο
in a way that shows sudden irritation or childish annoyance, especially over something minor
Παραδείγματα
He petulantly crossed his arms and looked away.
Πεισματικά, διέστασε τα χέρια του και κοιτάχτηκε αλλού.
" That 's not fair! " she shouted petulantly.
"Αυτό δεν είναι δίκαιο!" φώναξε πεισματικά.



























