petulance
pe
ˈpɛ
πε
tu
ʧə
τσα
lance
ləns
λανσ
British pronunciation
/pˈɛtjʊləns/

Ορισμός και σημασία του "petulance"στα αγγλικά

01

ιδιοτροπία, καπρίτσιο

the tendency to display childlike irritability and fussiness
example
Παραδείγματα
The actress 's petulance was on full display when she complained about her dressing room.
Η παιδαριώδης οξυθυμία της ηθοποιού ήταν σε πλήρη επίδειξη όταν παραπονέθηκε για το καμαρίνι της.
She rolled her eyes in petulance when told to wait her turn.
Γύρισε τα μάτια της με δυσαρέσκεια όταν της είπαν να περιμένει τη σειρά της.

Λεξικό Δέντρο

petulance
petul
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store