Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pettishly
01
οξύθυμα, ευερέθιστα
in a way that shows bad temper over small or unimportant matters
Παραδείγματα
She pettishly pushed the papers aside.
Με εκνευρισμό άπλωσε τα χαρτιά στην άκρη.
" I do n't want to go, " he replied pettishly.
"Δεν θέλω να πάω," απάντησε οξύθυμα.



























