Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
petite
01
μικροκαμωμένη, λεπτή
(of a woman) small in an attractive way
Παραδείγματα
She had a petite frame, with delicate features and slender limbs.
Είχε ένα μικροσκοπικό πλαίσιο, με λεπτά χαρακτηριστικά και λεπτά άκρα.
Despite her petite stature, she exuded confidence and grace wherever she went.
Παρά το μικρό της ανάστημα, εξέπεμπε αυτοπεποίθηση και χάρη όπου κι αν πήγαινε.
Petite
Παραδείγματα
The boutique offers a great selection of petites for those who are shorter.
Το μπουτίκ προσφέρει μια εξαιρετική επιλογή petite για όσες είναι πιο κοντές.
Her wardrobe is filled with the latest petites, tailored to complement her height.
Η ντουλάπα της είναι γεμάτη με τα τελευταία petites, τα οποία είναι ραμμένα για να συμπληρώνουν το ύψος της.
Λεξικό Δέντρο
petiteness
petite



























