Perturbed
volume
British pronunciation/pətˈɜːbd/
American pronunciation/pɝˈtɝbd/

Ορισμός και Σημασία του "perturbed"

01

anxious or unsettled

perturbed

adj

perturb

v

unperturbed

adj

unperturbed

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store