Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
permissively
01
επιεικώς, με επιεική τρόπο
in a way that allows or tolerates normally restricted behavior
Παραδείγματα
The teacher permissively allowed the students to choose their own exam topics.
Ο δάσκαλος επιεικώς επέτρεψε στους μαθητές να επιλέξουν τα δικά τους θέματα εξετάσεων.
They were raised permissively, with few rules and little supervision.
Ανατράφηκαν επιεικώς, με λίγους κανόνες και ελάχιστη επίβλεψη.
Λεξικό Δέντρο
permissively
permissive
permit



























