Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
permissible
01
επιτρεπτός, αποδεκτός
allowed or acceptable according to established rules or standards
Παραδείγματα
Smoking is not permissible inside the building.
Το κάπνισμα δεν είναι επιτρεπτό μέσα στο κτίριο.
It is not permissible to enter the restricted zone without proper clearance.
Δεν επιτρέπεται η είσοδος στην περιοχή περιορισμού χωρίς την κατάλληλη άδεια.
Λεξικό Δέντρο
impermissible
permissibility
permissibly
permissible
permiss



























