LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Permeable
/pˈɜːməbəl/
/ˈpɝˌmiəbəɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "permeable"
permeable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
διαπερατός
having small openings that allow different materials to pass through
impermeable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App