Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pernicious
01
επιβλαβής, ολέθριος
causing great harm or damage, often in a gradual or unnoticed way
Παραδείγματα
The pernicious effects of smoking may take years to appear.
Οι επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να εμφανιστούν.
Social media can have a pernicious influence on young minds.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να έχουν επιβλαβή επιρροή στους νέους νους.
Λεξικό Δέντρο
perniciously
perniciousness
pernicious



























