Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perfunctory
01
επιφανειακός, τυπικός
done quickly and with minimal effort or care
Παραδείγματα
He gave a perfunctory nod and walked away.
Έκανε μια βιαστική νεύση και έφυγε.
Her perfunctory cleaning left dust in every corner.
Ο επιπόλαιος καθαρισμός της άφησε σκόνη σε κάθε γωνιά.
Λεξικό Δέντρο
perfunctorily
perfunctory
perfunctor



























